- ἀποσκορακισμός
- ἀποσκορᾰκ-ισμός, ὁ,A casting off utterly, LXX Is.66.15, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποσκορακισμός — casting off utterly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκορακισμόν — ἀποσκορακισμός casting off utterly masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσκοράκιση — η κ. σκορακισμός, ο (Α ἀποσκορακισμός) νεοελλ. (για αρχαία κείμενα) η αποβολή, η απόρριψη των χωρίων που δεν θεωρούνται γνήσια, ο εξοβελισμός αρχ. πλήρης αφαίρεση, αποβολή, απόρριψη … Dictionary of Greek